χρωματογράφος

χρωματογράφος
ο живописец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρωματογράφος" в других словарях:

  • χρωματογράφος — ο, ΝΜ νεοελλ. χημ. διάταξη η οποία επιτρέπει την εκτέλεση χημικών διαχωρισμών και αναλύσεων με τη μέθοδο τής χρωματογραφίας μσν. ζωγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + γράφος*. Ως όρος τής χημείας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. chromatographe] …   Dictionary of Greek

  • χρωματ(ο)- — και χρωμ(ο) Ν α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής που ανάγεται στη λ. χρώμα, ατος, και δηλώνει την παρουσία ή την πρόσδοση χρωστικής στο δηλούμενο από το α συνθετικό. Οι περισσότερες απ αυτές τις λέξεις έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως… …   Dictionary of Greek

  • χρωματογράφημα — το, Ν [χρωματογράφος] χημ. διάγραμμα που λαμβάνεται με τον χρωματογράφο, αλλ. χρωματόγραμμα …   Dictionary of Greek

  • χρωματογραφώ — χρωματογραφῶ, έω, ΝΜ [χρωματογράφος] ζωγραφίζω κάτι και αποδίδω πιστά τα χρώματά του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»